- καθυπνής
- καθυπν-ής, ές,A = κάθυπνος, Nic.Al.434.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθυπνής — καθυπνής, ές (Α) αυτός που κοιμάται βαθιά, κάθυπνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὕπνος)] … Dictionary of Greek
καθυπνέας — καθυπνής masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθυπνος — κάθυπνος, ον (Α) ο βυθισμένος σε ύπνο, αυτός που κοιμάται βαθιά, καθυπνής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * υπνος (< ὕπνος), πρβλ. ά υπνος, περί υπνος] … Dictionary of Greek